όλμος

όλμος
Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες γωνίες πτώσης, γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα κατάλληλος για βολές εναντίον οριζόντιων ή κρυμμένων πίσω από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, στόχων. Με την ονομασία ό. χαρακτήριζαν στα τέλη του 16ου αι., ένα πυροβόλο βραχύ και χοντρό, που το σχήμα του θύμιζε γουδί και το οποίο προοριζόταν να εκτελεί βολές μεγάλης καμπυλότητας. Όπως και στα άλλα πυροβόλα όπλα έτσι και στον ό. υιοθετήθηκαν τον 19o αι. οι ραβδώσεις και η οπισθογόμωση. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν ό. διαμετρήματος μεταξύ 210 και 280 χιλιοστών και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα μεγαλύτερου. Αντίθετα, στον τελευταίο πόλεμο, ο τύπος αυτός χρησιμοποιήθηκε, στα μικρά διαμετρήματα ως όπλο υποστήριξης για το πεζικό και στα μεγάλα ως βαρύ όπλο για βομβαρδισμό οχυρώσεων. Οι σύγχρονοι ό. είναι απλοί και χρησιμοποιούνται για καμπύλες βολές εναντίον οχυρώσεων όπως συρματοπλέγματα, χαρακώματα και φωλιές πυροβόλων. Έχει διαμέτρημα από 50 έως 120 χιλιοστών και χρησιμοποιεί βλήματα με ισχυρή εκρηκτική γόμωση, τα οποία μπορεί να εκτοξεύσει σε μέγιστη απόσταση 4.000 μ.
* * *
ο (Α ὅλμος και ὄλμος)
νεοελλ.
στρ. τύπος βλήματος που εκτοξεύεται από ολμοβόλο
αρχ.
1. στρογγυλός λίθος χωρίς προεξέχουσες γωνίες
2. ο κορμός τού ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα μέχρι τα ισχία
3. το γουδί
4. σκάφη για ζύμωμα άρτου
5. το κοίλο κάθισμα από το οποίο προφήτευε η Πυθία
6. υποστήριγμα («καθίσας τὸν ἄνθρωπον ὀκλάξ ἐπὶ ὄλμων δύο», Ιπποκρ.)
7. είδος ποτηριού
8. το στόμιο αυλού
9. το ηλιακό ωρολόγιο
10. λίθος που χρησιμοποιούνταν ως βάρος
11. (γενικά) κάθε κυλινδρικό και κοίλο ή λεκανοειδές σώμα
12. παροιμ. «ἐν ὅλμῳ κοιμῶμαι» ή «ἐν ὅλμῳ εὐνάζω» — προφητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὅλμος (< *Fόλμος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. είλω, ειλύω, έλιξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὄλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅλμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλμος — a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὦλμος — ὄλμος , ὄλμος a round smooth stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμοις — Ὄλμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμοις — ὄλμος a round smooth stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλμον — Ὄλμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλμον — ὄλμος a round smooth stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”